τορπιλοβόλο

τορπιλοβόλο
το
ελαφρό και ταχυκίνητο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες, τορπιλικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Миноносец — «Миноносец 11» «Τορπιλοβόλο 11» Служба …   Википедия

  • αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… …   Dictionary of Greek

  • Βότσης, Νικόλαος — (Ύδρα 1877 – Αθήνα 1931). Αξιωματικός του ναυτικού. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια Υδραίων αγωνιστών. Στις αρχές των Βαλκανικών πολέμων έγινε ήρωας του πρώτου ναυτικού κατορθώματος, με το οποίο συνδέθηκε ο αγώνας του 1912 με την παράδοση των… …   Dictionary of Greek

  • Ελιγολάνδη — (HeligolandHelgoland). Νησί (περ. 1.800 κάτ. το 1995) της Γερμανίας στη Βόρεια θάλασσα, σε απόσταση περίπου 24 ναυτικών μιλίων Δ από τις ακτές του κρατιδίου Σλέσβιγκ Χολστάιν. Η έκτασή του μειώνεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό εξαιτίας της θαλάσσιας …   Dictionary of Greek

  • τορπιλικό — το 1. τορπιλοβόλο. 2. πυρπολικό (βλ. λ. πυρπολικό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”